- ξεμυαλίζομαι
- ξεμυαλίζομαι, ξεμυαλίστηκα, ξεμυαλισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μωραίνω — μώρανα, μωράθηκα, μωραμένος 1. κάνω κάποιον μωρό, ανόητο, αποβλακώνω: Τον μώρανε η γέννηση του γιου του. 2. το μέσ., μωραίνομαι γίνομαι μωρός, ανόητος, ξεμυαλίζομαι: Μωράθηκε από τον έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελογιάζω — ξελόγιασα, ξελογιάστηκα, ξελογιασμένος 1. παρασύρω κάποιον έξω από τη λογική, παραπλανώ, ξεμυαλίζω: Το ξελόγιασε το κορίτσι. 2. το μέσ., ξελογιάζομαι παρασύρομαι, ξεμυαλίζομαι: Ξελογιάστηκε με μια μικρή, γέρος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)